τιμώμαι — τιμώμαι, τιμήθηκα, τιμημένος βλ. πίν. 61 Σημειώσεις: τιμώμαι : χρησιμοποιείται κυρίως σε επίσημο ύφος λόγου, με την έννοια → έχω ορισμένη τιμή, κοστίζω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγιάζω — (Α ἁγιάζω) κάνω κάποιον ή κάτι άγιο με εκκλησιαστική ευχή ή τελετή, εξαγνίζω, καθαγιάζω νεοελλ. 1. ευλογώ 2. ραντίζω με αγιασμένο νερό 3. γίνομαι άγιος ή τιμώμαι ως άγιος 4. αδυνατίζω, γίνομαι σκελετός, απισχναίνομαι αρχ. 1. καθαγιάζω κάτι… … Dictionary of Greek
εκτιμώ — ( άω) και εχτιμώ και χτιμάω (AM ἐκτιμῶ) 1. τιμώ κάποιον ή κάτι ιδιαίτερα, αναγνωρίζω την αξία του κυρίως για ηθικές ή πνευματικές ιδιότητες («τόν εκτιμώ για την τιμιότητά του», «εκτιμώ το ήθος και τη μόρφωσή του») 2. υπολογίζω την αξία («η εφορία … Dictionary of Greek
ευσεβώ — (ΑΜ εὐσεβῶ, έω) [ευσεβής] είμαι ευσεβής, ζω και συμπεριφέρομαι με ευσέβεια (α. «εὐσεβῶ εἰς τὸ θεῑον» β. «εὐσεβῶ κατὰ τὴν διδασκαλίαν τοῡ Ἰησοῡ») μσν. αρχ. ακολουθώ την ορθή πίστη, είμαι ορθόδοξος («ὑμεῑς μὲν εὐσεβοῡντες χριστιανοί ἐστε ἐκεῑνοι δὲ … Dictionary of Greek
θαυμάζω — και θαμάζω (AM θαυμάζω, Α ιων. τ. θωμάζω) 1. βλέπω κάτι με θαυμασμό, με ευχαρίστηση και έκπληξη (α. «και τους ναούς σου θαύμασα, τών Κελτών ιερά πόλις», Κάλβ β. «τύχη θαυμάσαι μέν ἀξία», Σοφ.) 2. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος, εκπλήσσομαι (α.… … Dictionary of Greek
κατάκλιση — η (AM κατάκλισις) [κατακλίνω] 1. το πλάγιασμα ατόμου ή πράγματος, η τοποθέτηση σε πλαγιαστή θέση 2. η θέση που παίρνει κάποιος για να ξεκουραστεί ή για να κοιμηθεί νεοελλ. ναυτ. το πλάγιασμα τού πλοίου για τον καθαρισμό τών υφάλων ή για επισκευή… … Dictionary of Greek
κοστίζω — (Μ κοστίζω και κουστίζω) (για πράγματα) αντιπροσωπεύω ένα ορισμένο χρηματικό ποσό, στοιχίζω, έχω τόση αξία, τιμώμαι («η επίπλωση τού σπιτιού τού κόστισε δύο εκατομμύρια») νεοελλ. 1. (για γεγονότα) προξενώ ζημιά ή θλίψη (α. «μάς κόστισε ακριβά η… … Dictionary of Greek
παρασημοφορώ — έω 1. απονέμω παράσημο, τιμώ με παράσημο 2. (μέσ. παθ.) παρασημοφορούμαι α) τιμώμαι με παράσημο β) φορώ παράσημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράσημο + φορῶ (< φόρος < φέρω), πρβλ. οπλο φορώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
περιβλέπω — ΝΑ 1. κοιτάζω γύρω γύρω, ρίχνω το βλέμμα μου ολόγυρα αναζητώντας κάποιον ή κάτι με τα μάτια 2. κοιτάζω κάποιον με θαυμασμό, τιμώ, σέβομαι 3. παθ. περιβλέπομαι παρατηρούμαι από όλους με θαυμασμό, θαυμάζομαι, τιμώμαι αρχ. 1. (ενεργ. και μέσ.) α)… … Dictionary of Greek
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek